- θεϊστικός
- -ή, -όαυτός που ταιριάζει στο θεϊστή: Θεϊστικές αντιλήψεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεϊσμό ή στον θεϊστή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theistic < theist (πρβλ. θεϊστής) + ic (πρβλ. ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek